- φυσικοῖς
- φυσικόςnaturalmasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενοικώ — (AM ἐνοικῶ, έω) [ένοικος] 1. κατοικώ, μένω σ έναν τόπο (κατοικία, πόλη κ.λπ.) 2. παρίσταμαι κάπου 3. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («ὅσοι ἐνῳκήκασιν ἐν τοῑς φυσικοῑς» όσοι έχουν ασχοληθεί με τα σχετιζόμενα με τη φύση, Αριστοτ.) … Dictionary of Greek